Magyar-Görög szótár »

sikerül görögül

MagyarGörög
sikerül

διαχειρίζομαι

καταφέρνω

κατορθώνω

πετυχαίνω

sikerül vmittenni

καταφέρνω (καταφέρω)

sikerült a vezetői vizsgád?

έχετε περάσει τις εξετάσεις οδήγησης;

elér, (időben) sikerül

προλαβαίνω (προλάβω)

végül sikerült lebeszélnem

τελικά κατάφερα να τον κάνω να αλλάξει γνώμη