Magyar-Görög szótár »

süt görögül

MagyarGörög
süt

τηγανητή πατάτα◼◼◼

ψήσει◼◼◼

φρυγανίζω

φρύγω

ψήνομαι

ψήνω

süt a nap

ο ήλιος λάμπει

sütemény

κέικ◼◼◼

βούτημα

γλύκισμα

μπισκότο

τούρτα

süti

βούτημα

μπισκότο

sütkérezik

λιάζομαι

sütni

παπιγιόν

sütés-főzés

μαγειρική

sütő

ψήσιμο◼◼◼

φούρνος◼◼◼

αρτοποιία◼◼◻

κουζίνα◼◻◻

αρτοποιός

καμίνι

φουρνάρισσα

φούρναρης

sütőkemence

φούρνος

sütőtök

κολοκύθα

κολοκύθι

aprósütemény

βούτημα

μπισκότο

csütörtök

Πέμπτη◼◼◼

Παρασκευή◼◻◻

csütörtök délután 2 órára kell visszahozni az autót

πρέπει να έχει επιστραφεί μέχρι τις 2μμ. το σάββατο

csütörtökön

την πέμπτη◼◼◼

dán sütemény

δανέζικο ζυμωτό γλυκό

elsüt

απολύω

πυροδοτώ

félig átsütve

με λίγο αίμα

grillsütő

μπάρμπεκιου◼◼◼

σχάρα◼◼◼

12