Magyar-Görög szótár »

riadó görögül

MagyarGörög
riadó

συναγερμός

szmogriadó

αναγγελία επεισοδίου αιθαλομίχλης/δελτίο αιθαλομίχλης

tűzriadó

συναγγερμός φωτιάς