Magyar-Görög szótár »

rendel görögül

MagyarGörög
alárendeltség

υποταγή◼◼◼

EK rendelet

κανονισμός της ΕΚ/κανονισμός (ΕΚ)

EK rendelet a környezetgazdálkodásról és auditálásról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και

EK rendelet a létező vegyi anyagokról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες

elrendel

εντολή◼◼◼

διαταγή◼◼◻

διάταξη◼◼◻

ψήφισμα◼◻◻

διάταγμα◼◻◻

ένταλμα◼◻◻

τάξη◼◻◻

διατάζω

διατάσσω

εντέλλομαι

σειρά

τάγμα

én nem ezt rendeltem

αυτό δεν είναι αυτό που παρήγγειλα

fejlődési rendellenesség

δυσπλασία/δυσμορφία/διαμαρτία διάπλασης

hozzárendelés

ανάθεση◼◼◼

készek rendelni?

είσαστε έτοιμοι να παραγγείλετε;

közigazgatási rendelkezés

διοικητικό διάταγμα

megfelelő képesítéssel rendelkezőt keresünk

χρειαζόμαστε κάποιον με προσόντα

megrendel

επιτροπή◼◼◼

παραγγελία◼◼◼

παραγγέλλω

megrendelés

παραγγελία◼◼◼

εντολή◼◻◻

διάταξη◼◻◻

σειρά◼◻◻

διαταγή

τάγμα

τάξη

miniszteri rendelet

υπουργική απόφαση◼◼◼

nem áll elegendő összeg rendelkezésre a számláján

ανεπαρκές ποσό

önrendelkezés

αυτοδιάθεση◼◼◼

αυτονομία◼◻◻

orvosi rendelő

ιατρείο (το)

χειρουργείο

rágcsálnivalók és szendvicsek rendelése

σερβίρετε φαγητό

szeretnék valamennyi valutát rendelni

θα ήθελα να παραγγείλω χρήματα σε ξένο νόμισμα

1234