Magyar-Görög szótár »

rag görögül

MagyarGörög
gyűszűvirág

χελιδονόχορτο

harag

αγανάκτηση

θυμός

θυμώνω

λύσσα

μανία

οργή

οργή (orgí)

φρενιάζω

haragos

θυμωμένος

θυμωμένος (thimoménos)

haragszik

είμαι θυμωμένος-η-ο (+με vkire)

θυμωμένος

haragszunk rátok

είμαστε θυμωμένοι μαζί σας

harangvirág

καμπανούλα

κουδούνι

harisnyanadrág

καλσόν◼◼◼

καλτσόν

hígtrágya

υγρή κοπριά (υγρό λίπασμα)◼◼◼

hosszúnadrág

παντελόνι◼◼◼

hóvirág

αγίοκλιμα

igeragozás

κλίση

συζυγία

iparág

βιομηχανία◼◼◼

iparágak elhelyezkedése

τοποθεσία (χώρος, περιοχή) εγκατάστασης βιομηχανιών

káliumműtrágya

καλιούχο λίπασμα

kardvirág

γλαδιόλα◼◼◼

kasvirág

εχινάκεα◼◼◼

kedves, drága, kedvenc

αγαπημένος (-η-ο)

ki tudna engedni ebből a nadrágból két inch-nyit?

μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι δυο ίντσες προς τα έξω;

kőfaragó

λιθοξόος◼◼◼

le tudna engedni ebből a nadrágból egy inch-nyit?

μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι μια ίντσα κάτω;

margitvirág

χρυσάνθεμο

megharagszik vkire

θυμώνω (+ με)

megragad

αρπάζω

παίρνω

mozsárág

γουδί

όλμος

műtrágya

χημικό λίπασμα

műtrágya törvény

νόμος (νομοθεσία) περί λιπασμάτων

2345