Magyar-Görög szótár »

rövidít görögül

MagyarGörög
rövidít

συντομεύω

rövidített

συντετμημένη◼◼◼

συντομευμένος◼◻◻

rövidítés

συντομογραφία (syntomografía)◼◼◼

σύντμηση◼◼◻

συντόμευση◼◻◻

βραχυγραφία◼◻◻

βραχυγραφία (vrachygrafía)◼◻◻

Rövidítés

Συντομογραφία◼◼◼

lerövidít

συντομεύω

ár (’poa’-az ár a jelentkezésen rövidítése)

τιμή πάνω στην αίτηση (σύντμηση)

Korábban kerestél rá