Magyar-Görög szótár »

oktat görögül

MagyarGörög
oktat

διδάσκω

εκπαιδεύω

μαθαίνω

oktatás

Εκπαίδευση◼◼◼

διδασκαλία◼◼◻

εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία

Oktatás

Εκπαίδευση◼◼◼

oktatás szervezete

οργάνωση της διδασκαλίας

oktatás/nevelés

αγωγή

εκπαίδευση

εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία

μόρφωση

παιδεία

oktatási

εκπαιδευτικός◼◼◼

oktatási intézmény

εκπαιδευτικό ίδρυμα◼◼◼

oktatási rendszer

εκπαιδευτικό σύστημα◼◼◼

oktatási szint

επίπεδο εκπαίδευσης◼◼◼

oktatáspolitika

εκπαιδευτική πολιτική◼◼◼

oktatástervezés

εκπαιδευτικός προγραμματισμός

oktató

εκπαιδευτής◼◼◼

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

autóvezető oktató

εκπαιδευτής οδήγησης

elemi oktatás

πρωτοβάθμια εκπαίδευση

felnőttoktatás

εκπαίδευση ενηλίκων◼◼◼

felsőoktatás

(egyetemi szintű) η ανώτατη εκπαίδευση, (főiskolai szintű) η ανώτερη εκπαίδευση

felsőoktatási intézmény

ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα◼◼◼

folyamatos oktatás

διά βίου (συνεχιζόμενη) εκπαίδευση

környezeti oktatás

περιβαλλοντική διδασκαλία/διδασκαλία για το περιβάλλον

középfokú oktatás

δευτεροβάθμια εκπαίδευση◼◼◼

levelező oktatás

σπουδές μερικής απασχόλησης

általános oktatás

γενική εκπαίδευση◼◼◼