Magyar-Görög szótár »

nyugodt görögül

MagyarGörög
nyugodt

ήρεμα◼◼◼

γαλήνιος◼◼◻

ήσυχος

ήσυχος (-η-ο)

γαλήνη

ηρεμία

ηρεμώ

ησυχία

κατευνάζω

a tenger meglehetősen nyugodt

η θάλασσα είναι αρκετά ήρεμη

csak nyugodtan

με την ησυχία σου