Magyar-Görög szótár »

nyújtás görögül

MagyarGörög
nyújtás

διαχείριση◼◼◼

έκταση◼◼◻

επέκταση◼◼◻

διοίκηση◼◼◻

benyújtás

αρχειοθέτηση◼◼◼

hitelnyújtás

πιστωτική διευκόλυνση

kinyújtás

έκταση◼◼◼

segítségnyújtás

βοήθεια◼◼◼

συνδρομή◼◼◼

συνεργασία◼◼◻

πλευρά◼◻◻

szükséghelyzetben segítségnyújtás

βοήθεια για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης