Magyar-Görög szótár »

nyíl görögül

MagyarGörög
nyíl

Βέλος◼◼◼

βέλος (vélos)◼◼◼

σαΐτα

σαΐτα (saḯta)

Nyíl

Βέλος (όπλο)◼◼◼

nyílhegy

αιχμή βέλους

nyílik

ανοίγω

ανοιχτός

nyílt

διαφανής◼◼◼

ανοιχτός◼◼◻

ανοιχτός (anoichtós)◼◼◻

ρητός◼◻◻

σαφής◼◻◻

ανεγκρατής

ειλικρινής

nyílt tenger

ανοικτή θάλασσα◼◼◼

nyíltság

ειλικρίνεια

nyílttengeri halászat

αλιεία ανοικτής θαλάσσης

nyílvesszö

σαΐτα

Nyílvessző

Βέλος

nyílvessző

βέλος

Nyílvessző csillagkép

Βέλος (αστερισμός)

nyílás

οπή◼◼◼

κενό◼◻◻

διάκενο◼◻◻

ajtónyílás

θύρα◼◼◼

άνοιγμα πόρτας

πόρτα

hálószobából nyíló fürdőszoba

δωμάτιο με εσωτερικό μπάνιο

kinyílik

ανοίγω

végbélnyílás

πρωκτός

πρωκτός (proktós)