Magyar-Görög szótár »

nevez görögül

MagyarGörög
nevez

ονομασία◼◼◼

όνομα◼◼◻

κατονομάζω

ονοματίζω

nevez, elnevez vmi./vki. után (to name after something/someone)

ονομάζω (onomázo)

ονοματίζω (onomatízo)

nevezetesen

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◼

κυρίως◼◼◻

nevezéktan

ονοματολογία◼◼◼

nevező

παρονομαστής◼◼◼

αριθμητής◼◼◻

benevez

δηλώνω (-σω) συμμετοχή

εγγράφω

μπαίνω

elnevezés

ονομασία◼◼◼

όνομα◼◼◻

αξία◼◻◻

χαρακτηρισμός◼◻◻

hogy nevezik ezt?

πως λέγεται αυτό;

kinevez

διορίζω

kinevezés

διορισμός◼◼◼

τοποθέτηση◼◻◻

közös nevező

κοινός παρονομαστής◼◼◼

megnevez

ονομασία◼◼◼

όνομα◼◼◼

úgynevezett

αποκαλούμενος◼◼◼

λεγόμενος◼◼◻

αυτοαποκαλούμενος

δήθεν