Magyar-Görög szótár »

nevel görögül

MagyarGörög
nevel

αύξηση◼◼◼

ανατρέφω

nevelés

ανατροφή◼◼◼

διαπαιδαγώγηση

εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία

παιδεία

nevelőnő

παραμάνα

fanevelés

δενδροκαλλιέργεια

δενδροκομία

felnevel

ανατρέφω (-ψω)

felnevelés

ανατροφή

környezeti nevelés

περιβαλλοντική αγωγή

oktatás/nevelés

αγωγή

εκπαίδευση

εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία

μόρφωση

παιδεία

tojások (szabadban nevelkedett tyúkok tojása)

αυγά ελευθέρας βοσκής