Magyar-Görög szótár »

munkahely görögül

MagyarGörög
munkahely

θέση (χώρος) εργασίας◼◼◼

εργασία◼◼◼

χώρος εργασίας◼◻◻

έργο◼◻◻

δουλειά

munkahely felajánlás

προσφορά εργασίας

munkahelyen töltött órák

ώρες εργασίας

munkahelyi baleset

εργατικό ατύχημα◼◼◼

munkahelyi viszonyok

συνθήκες εργασίας

ez a munkahelye szerzodése

αυτός είναι ο εταιρικός σας αριθμός

jelentkezni egy munkahelyre

κάνω αίτηση για δουλειά

mennyi idő alatt érsz be a munkahelyre?

πόση ώρα σου παίρνει για να έρθεις στη δουλειά;

mennyi volt a fizetése az előző munkahelyén?

τι μισθό παίρνατε στην προηγούμενη σας δουλειά;

munka, dolog, tennivaló, munkahely

δουλειά (η)

Nikoszt elbocsátották a munkahelyéről

Ο Νίκος απολύθηκε από τη δουλειά του