Magyar-Görög szótár »

munkaegészség görögül

MagyarGörög
munkaegészség

επαγγελματική ιατρική/υγιεινή της εργασίας

munkaegészségügy

βιομηχανική ιατρική

υγειονομική περίθαλψη στους χώρους εργασίας