Magyar-Görög szótár »

mentesít görögül

MagyarGörög
mentesít

δικαιώνω

mentesítés

ανακούφιση◼◼◼

bérmentesít

προπληρώνω

hulladékgáz nitrátmentesítése

απονίτρωση απαερίων

hulladéklerakó gázmentesítése

απαερίωση στο χώρο ταφής απορριμμάτων

katasztrófa kármentesítési művelet

επιχείρηση καθαρισμού (απομάκρυνσης) έπειτα από

klórmentesítés

αποχλωρίωση

kémiai szennyezésmentesítés

χημική απολύμανση

χημική απολύμανση/χημική απορρύπανση

χημική απορρύπανση

nitrátmentesítés

απονίτρωση/διάσπαση νιτρικών

radioaktív szennyezésmentesítés

ραδιενεργός απορρύπανση

ραδιενεργός απορρύπανση/ραδιοαπολύμανση

ραδιοαπολύμανση