Magyar-Görög szótár »

megvált görögül

MagyarGörög
megvált

αποθηκεύω

αποταμιεύω

γλυτώνω

διασώζω

οικονομώ

σώζω

megváltozik

μεταβολή◼◼◼

αλλαγή◼◼◼

τροποποίηση◼◼◻

διακοπή◼◻◻

αλλάζω

αλλάζω (allázo)

μεταβάλλω

μεταμορφώνομαι (metamorfónomai)

ρέστα

megváltoztat

αλλαγή◼◼◼

τροποποίηση◼◼◼

μεταβολή◼◼◼

εναλλαγή◼◻◻

αλλάζω

αντικαθιστώ

μεταβάλλω

ρέστα

megváltozás

αλλαγή◼◼◼

μεταβολή◼◼◼

τροποποίηση◼◼◻

megváltás

λύτρωση

σωτηρία

Megváltó

Λυτρωτής

változás, megváltozás

αλλαγή (allagi)