Magyar-Görög szótár »

meghat görögül

MagyarGörög
meghat

αγγίζω

αφή

κινώ

μετακινούμαι

μετακινώ

μετακομίζω

μετακόμιση

συγκινώ

meghatalmaz

εξουσιοδοτώ

meghatalmazott

διαχειριστής◼◼◼

αντιπρόσωπος◼◼◼

εντολοδόχος◼◼◻

πράκτορας◼◻◻

καταπιστευματοδόχος◼◻◻

meghatalmazás

εξουσιοδότηση◼◼◼

αρχές◼◼◻

πληρεξουσιότητα◼◻◻

επιτροπή◼◻◻

αρχή◼◻◻

εξουσία◼◻◻

προμήθεια◼◻◻

meghatároz

καθορίζω

meghatározott

ορισμένος◼◼◼

meghatározás

ορισμός◼◼◼

προσδιορισμός◼◼◼

ευκρίνεια◼◻◻

meghatározási módszer

μέθοδος προσδιορισμού◼◼◼

meghatározó

αποφασιστικός◼◼◼

ορίζουσα◼◻◻

megható

συγκινητικός

ipari övezet meghatározás

σχέδιο βιομηχανικής χρήσης της γης/υποδιαίρεση σε ζώνες

kormeghatározás

χρονολόγηση

Radiokarbon kormeghatározás

Ραδιοχρονολόγηση