Magyar-Görög szótár »

len görögül

MagyarGörög
egyetlen

σόλα

egyetlen gyermek

μοναχοπαίδι

egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned

από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού

ekvivalencia

ισοδυναμία◼◼◼

ekvivalens

ισοδύναμος◼◼◼

eldobható pelenka

γείτσες (μετά από ένα φτέρνισμα)

πάνες μιας χρήσης

elégedetlen

δυσαρεστημένος (+ από/με vmivel)◼◼◼

elégedetlenség

δυσαρέσκεια◼◼◼

elégtelen

ανεπαρκής◼◼◼

ανεπαρκής (-ής-ές), (osztályzat) ανεπιτυχώς◼◼◼

ελλιπής◼◻◻

ατελής

ελλειμματικός

elégtelenség

ανεπάρκεια◼◼◼

elektromos ellenállás

ηλεκτρική αντίσταση◼◼◼

elenged

απαλλαγή◼◼◼

έκδοση◼◻◻

αφήνω (-σω)

elengedhetetlen

απαραίτητος◼◼◼

αναγκαίος◼◼◻

υποχρεωτικός◼◻◻

αναντικατάστατος

élénk

γλαφυρός

ζωηρός (-ή-ό)

ζωντανός

élénkvörös

κόκκινος (kókkinos)

elenyésző

ελάχιστος◼◼◼

elérhetetlen

απρόσιτος

elértéktelenedés

υποτίμηση◼◼◼

απόσβεση◼◼◻

élettelen

αβιοτικός

ακίνητος

άψυχος

elidegeníthetetlen

αναφαίρετος

elítélen

αξιοκατάκριτος

κατακριτέος

elképzelhetetlen

αδιανόητος

ακατανόητος

εκπληκτικός

4567