Magyar-Görög szótár »

len görögül

MagyarGörög
élvezed, ha ellentmondasz nekem?

ευχαριστιέσαι να διαφωνείς μαζί μου;

elviselhetetlen

αβάσταχτος

ανυπόφορος

αφόρητος

embertelen

απάνθρωπος

én kilenc hónapig dolgoztam itt

δούλευα εδώ για ενιά χρόνια

engedetlen

παράκουος

engedetlenség

παρακοή◼◼◼

ανυπακοή

απειθαρχία

ζουζουνιά

engesztelhetetlen

αδυσώπητος

ennek ellenére

εν πάση περιπτώσει

ούτως ή άλλως

érdekellentétek

σύγκρουση συμφερόντων◼◼◼

érdektelen

αδιάφορος

eredménytelen

αναποτελεσματικός (-ή-ό)

éretlen

άγουρος

πράσινο

πράσινος

το πρωινό σερβίρεται από τις επτά εως τις δέκα το πρωί

érintetlen

παρθένος◼◼◼

άθικτος◼◼◻

ανέπαφος

απασπάτευτος

erkölcstelen

ανήθικος–η-ο

erőfölénnyel való visszaélés

κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης◼◼◼

erőtlen

αδύναμος (-η-ο)

erózió ellenőrzése

προστασία από τη διάβρωση/έλεγχος της διάβρωσης

értéktelen

άθλιος

ανάξιος

άρχηστος

τιποτένιος

értelmetlen

αποκλίνων

érthetetlen

ακατάληπτος

ακατανόητος

ακατανόητος (-η-ο)

ασύλληπτος

δυσνόητος

érvénytelen

άκυρος◼◼◼

91011

Korábban kerestél rá