Magyar-Görög szótár »

lejtő görögül

MagyarGörög
lejtő

κλίση◼◼◼

κεκλιμένο επίπεδο◼◼◻

πλαγιά◼◻◻

τάξη◼◻◻

η κατηφόρα

κλιτύς

παράπλαγο

πρανές/κλιτύς

lejtős

κεκλιμένος◼◼◼

talajművelés lejtős terepen

καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες