Magyar-Görög szótár »

létesítmény görögül

MagyarGörög
létesítmény

η εγκατάσταση◼◼◼

καθεστώς◼◼◻

ίδρυμα◼◼◻

κατάστημα◼◻◻

ίδρυση

εγκαθίδρυση

létesítmény felújítás

επισκευή εγκατάστασης

létesítmény optimalizálás

Βελτιστοποίηση ηλεκτροπαραγωγής

létesítmények jóváhagyása

έγκριση των εγκαταστάσεων

egészségügyi létesítmény

υγειονομική εγκατάσταση

ipari létesítmény

βιομηχανική εγκατάσταση◼◼◼

kulturális létesítmény

χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων

közösségi létesítmény

δημόσια εγκατάσταση

nagy kockázatot jelentő létesítmény

εγκατάσταση υψηλής επικινδυνότητας

nukleáris létesítmény

πυρηνική εγκατάσταση◼◼◼

vegyi létesítmény

χημική εγκατάσταση

veszélyes létesítmény

επικίνδυνη εγκατάσταση

új létesítmény

νέα εγκατάσταση◼◼◼