Magyar-Görög szótár »

lány görögül

MagyarGörög
lány

θυγατέρα◼◼◼

κόρη (kóri)◼◼◻

νέα

γεροντοκόρη

η κοπέλα, (főleg fiatalabb) το κορίτσι, (vki lánya) η κόρη

κοπέλα

κοπέλα (η)

κορίτσι

κορίτσι (korítsi)

κορίτσι (το)

lány unoka

εγγονή

lánya

θυγατέρα◼◼◼

κόρη◼◼◻

κορίτσι

παιδί

lánykori név

το γένος

lánytestvér

αδελφή◼◼◼

αδερφή

αδερφή (η)

lányunoka

εγγονή◼◼◼

a lányom

η κόρη μου

diáklány

μαθήτρια

σπουδάστρια

egyetemista (lány)

φοιτήτρια (η)

keresztlány

αναδεξιμιά

αναδεχτή

βαφτισιμιά

βαφτιστήρα

kislány

κορίτσι

κοριτσάκι

szobalány

καθαρίστρια

καμαριέρα

κορίτσι

παραδουλεύτρα

υπηρέτρια

talány

αίνιγμα

γρίφος

tanuló (lány)

μαθήτρια (η)

van fiú vagy lánytestvéred?

έχεις αδέρφια;

vki lánya

κόρη (η)