Magyar-Görög szótár »

kezd görögül

MagyarGörög
kezd

έναρξη◼◼◼

αρχή◼◼◻

εκκίνηση◼◼◻

έδαφος◼◼◻

αρχίζω

αρχίζω (-σω)

αρχίζω (archízo)

εκτελώ

ξεκινώ

kezd, kezdődik

αρχίζω

kezd esni

θα αρχίσει να βρέχει

kezdeményezés

πρωτοβουλία◼◼◼

kezdeményezőképesség

πρωτοβουλία

kezdeményezőkészség

πρωτοβουλία◼◼◼

kezdet

έναρξη◼◼◼

αρχή◼◼◼

η αρχή, (megkezdés) η έναρξη, το ξεκίνημα, η απαρχή◼◼◻

καταβολή◼◻◻

πηγή◼◻◻

αφετηρία◼◻◻

ξεκίνημα◼◻◻

εκδήλωση◼◻◻

εκκίνηση◼◻◻

απαρχή◼◻◻

ανισορροπία

γένεση

καταγωγή

μετατόπιση

μητέρα

προέλευση

ξεκινώ

kezdet, elkezdés

έναρξη (η, tsz. -εις)

kezdeti

αρχικός◼◼◼

kezdeti képzés

αρχική κατάρτιση◼◼◼

kezdetleges

στοιχειώδης

kezdhetünk enni?

είστε έτοιμοι να φάμε τώρα;

kezdje

προχώρα μπροστά

kezdve

εμπρός◼◼◼

kezdés

έναρξη◼◼◼

αρχή◼◻◻

12