Magyar-Görög szótár »

kevés görögül

MagyarGörög
kevés

μικρός◼◼◼

κοντός

λίγος

λίγος (-η-ο)

μερικοί

kevés gyerek

λίγα παιδιά

kevés

παρά◼◼◼

λιγότερος◼◻◻

kevésbé fejlett ország

λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (ΛΑΧ)◼◼◼

kevés

λίγο◼◼◼

μικρός◼◼◻

közepes, (kávénál) kevés cukorral

μέτριος (-α-ο)

Lamia kevésbé tetszik, mint Katerini

η Λαμία μου αρέσει λιγότερο από την Κατερίνη

még kevés

πόσο μάλλον◼◼◼

nagyon kevés energiám van

έχω πολύ λίγη ενέργεια