Magyar-Görög szótár »

jármű görögül

MagyarGörög
jármű

το όχημα◼◼◼

φορέας◼◼◻

μέσο◼◼◻

τροχοφόρο◼◻◻

járművezető

οδηγός◼◼◼

elektromos jármű

ηλεκτρικό όχημα◼◼◼

elhagyott jármű

εγκαταλελειμμένο όχημα

gépjármű

όχημα◼◼◼

αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα

gépjármű kipufogógáz

αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος

gépjármű-szennyezés

ρύπανση από τα αυτοκίνητα

gépjárműadó matrica

δίσκος

hulladékgyűjtő jármű

απορριμματοφόρο όχημα

kereskedelmi jármű

όχημα επαγγελματικής (δημόσιας) χρήσης/Δ.Χ.

nehézjármű forgalom

κυκλοφορία οχημάτων μεταφοράς βαρέων φορτίων

tehergépjármű

φορτηγό◼◼◼

tömegközlekedési jármű

μέσο μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ)

vasúti jármű

σιδηροδρομική άμαξα