Magyar-Görög szótár »

ismer görögül

MagyarGörög
ismer

γνωρίζω (-σω)◼◼◼

ξέρω

(meg)ismer (→ γνωρίζομαι megismerkedik, ismerik egymást)

γνωρίζω

ismerek egy jó helyet

ξέρω ένα καλό μερος

ismeret

γνώσεις◼◼◼

γνώση◼◼◼

γνώση (gnósi)◼◼◼

εμπειρία◼◼◻

επίγνωση◼◻◻

μάθηση◼◻◻

εκμάθηση◼◻◻

επιστήμη◼◻◻

ζωή◼◻◻

γνωστός

ενημερότητα

σημαία

γνωριμία

Ismeret

Γνώση◼◼◼

ismeretelmélet

επιστημολογία

ismeretlen

άγνωστος◼◼◼

άγνωστος (-η-ο)◼◼◼

ξένη◼◻◻

νεωτεριστικός

ξένος

ismeretlen tettes ellen tett feljelentés

μήνυση εναντίον αγνώστου δράστη

ismeretség

γνωριμία

γνωστός

ismeritek egymást

γνωρίζεστε;

ismersz egy jó ...?

ξέρεις κάποιον καλό ...;

ismersz egy jó klubot a közelben?

ξέρεις κανένα καλό εδώ κοντά;

ismert

γνωστός◼◼◼

γνωστός (-ή-ό)◼◼◼

γνώση◼◼◻

ismertetés

σύνοψη◼◼◼

ismertető

φυλλάδιο◼◼◼

διάταξη◼◼◻

ismerős

οικείο◼◼◼

γνωστός

γνώριμος

γνώση

12