Magyar-Görög szótár »

icao görögül

MagyarGörög
ICAO

Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας◼◼◼

kukoricaolaj

καλαμποκέλαιο◼◼◼

αραβοσιτέλαιο◼◼◼