Magyar-Görög szótár »

hallgat görögül

MagyarGörög
hallgat

ακούω

ακούω (-σω)

ακούω (akoúo)

σωπαίνω

hallgatag

κλειστός

λακωνικός

ολιγόλογος

σιωπηλός

hallgatni

σιωπή◼◼◼

hallgatás

σιωπή◼◼◼

σιγή◼◻◻

ησυχία

hallgató

σπουδαστής◼◼◼

σπουδαστής (spoudastís)◼◼◼

μαθητής◼◼◻

φοιτητής◼◼◻

(műsoré) ο ακροατής, (egyetemi) ο φοιτητής (η φοιτήτρια)

ακροατής

σπουδάστρια (spoudástria)

hallgatólagos

σιωπηρός◼◼◼

hallgatóság

ακροατήριο◼◼◼

κοινό◼◼◼

τηλεθέαση◼◼◻

hallgatózik

υποκλέπτω

fejhallgató

ακουστικά◼◼◼

ακουστικό◼◼◻

fülhallgató

ακουστικά◼◼◼

ακουστικό◼◻◻

hall, hallgat

ακούω

hivatalos meghallgatás

επίσημη ακρόαση

kihallgat

ανάκριση◼◼◼

kihallgatás

ανάκριση◼◼◼

η ανάκριση◼◼◻

ακρόαση◼◻◻

közmeghallgatás

δημόσια ακρόαση◼◼◼

meghallgat

ακούω

meghallgatás

ακρόαση◼◼◼

συνέντευξη◼◼◻

εκδίκαση◼◻◻

meghallgatási eljárás

ακροαματική διαδικασία

12