Magyar-Görög szótár »

háztartás görögül

MagyarGörög
háztartás

οικογένεια◼◼◼

οικιακός◼◻◻

οικογενειακή μονάδα

οικογενειακή μονάδα/νοικοκυριό

háztartásbeli

(foglalkozása:) οικιακά

νοικοκυρά

háztartásbeli vagyok

είμαι σπιτονοικοκυρά

háztartási

οικιακός◼◼◼

εγχώριος◼◻◻

háztartási cikkek

οικιακό αγαθό (είδος)

háztartási hulladék

οικιακά απορρίμματα◼◼◼

háztartási hulladéklerakó

χώρος ταφής οικιακών απορριμμάτων

háztartási kiadás

δαπάνες νοικοκυριών◼◼◼

háztartási készülék

οικιακή συσκευή◼◼◼

háztartási szennyvíz

οικιακά λύματα◼◼◼

háztartási tüzelőanyag

καύσιμο οικιακής χρήσης◼◼◼

háztartási tüzelőolaj

πετρέλαιο οικιακής χρήσης

háztartási vegyszer

χημική ουσία που χρησιμοποιείται στο σπίτι

háztartási zaj

θόρυβος κατοικίας

háztartások környezeti hatása

περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες

magánháztartás

μονάδα νοικοκυριού

államháztartás

δημόσια οικονομικά◼◼◼

προϋπολογισμός◼◻◻