Magyar-Görög szótár »

győz görögül

MagyarGörög
győz

νικώ

νικώ (-άω, -ήσω)

győzelem

η νίκη

νίκη

νίκη (níke)

győztes

νικητής◼◼◼

νικήτρια

νικηφόρος

ο νικητής (η νικήτρια)

jöttem, láttam, győztem

ήλθον, είδον, ενίκησα

legyőz

ήττα

ανατρέπω

νικώ

νικώ (-άω, -ήσω)

legyőzhetetlen

αήττητος

ακαταμάχητος

ανίκητος

meggyőz

πείθω

meggyőz, rávesz

πείθω

meggyőző

πειστικός◼◼◼

meggyőződés

πεποίθηση◼◼◼

πιστεύω◼◼◻

απόρρητο◼◻◻

εμπιστοσύνη◼◻◻

φρόνημα◼◻◻

βεβαιότητα

δοξασία

πίστη