Magyar-Görög szótár »

gondozó görögül

MagyarGörög
gondozó

φροντιστής◼◼◼

φύλακας◼◼◼

κηδεμόνας

υπάλληλος

szociális gondozó

κοινωνικός λειτουργός / κοινωνική λειτουργός