Magyar-Görög szótár »

gőz görögül

MagyarGörög
gőz

ατμός◼◼◼

αχνίζω

αχνός

γενναίος

υδρατμός

gőzgenerátor

ατμογεννήτρια◼◼◼

ατμολέβητας

gőzgép

ατμομηχανή

gőzhajó

ατμόπλοιο

gőzmozdony

ατμομηχανή

gőzöl

ατμός

gőzölög

ατμός

αχνίζω

αχνός

υδρατμός

gőzös

ατμόπλοιο

keringőzik

βαλσάρω

levegőztetés

αερισμός◼◼◼

εξαερισμός◼◻◻

αερισμός/εξαερισμός

vízgőz

αχνός

υδρατμός

vízlevegőztetés

αερισμός του νερού (των υδάτων)