Magyar-Görög szótár »

gát görögül

MagyarGörög
védőgát

(αντιπλημυρικό) ανάχωμα/φράγμα/τάφρος

védőgát erősítés

ενίσχυση αναχώματος

véralvadásgát

αντιπηκτικό◼◼◼

αντιθρομβωτικό◼◻◻

álmosnak érezheti magát

μπορεί να σας φέρει υπνηλία

általában hogy érzi magát?

πώς νιώθετε τον τελευταίο καιρό γενικότερα;

érez, érzi magát

αισθάνομαι (αισθανθώ)

12