Magyar-Görög szótár »

futó görögül

MagyarGörög
futó

αξιωματικός (axiomatikós)

δρομέας

ελέφαντας

επίσκοπος

τρελός

Futó (sakk)

Αξιωματικός (σκάκι)

futóhomok

κινούμενη άμμος

futópálya

διάδρομος◼◼◼

futótűz

πυρκαγιά

futóáramlás

αεροχείμαρρος

kifutó

πασαρέλα

kifutópálya

διάδρομος◼◼◼

αεροδιάδρομος

körhinta / futószalag

ιμάντας αποσκευών

utánfutó

ρυμούλκα◼◼◼

τρέιλερ