Magyar-Görög szótár »

frissít görögül

MagyarGörög
frissít

ενημέρωση◼◼◼

επικαιροποίηση◼◼◼

ενημερώνω

frissítés

επικαιροποίηση◼◼◼

ενημέρωση◼◼◼

frissítő

δροσιστικός

frissítő ital

δροσιστικό ποτό

felfrissít

αναζωογονώ

δροσίζω

kér valamilyen ételt vagy frissítőt?

θα θέλατε καθόλου φαγητό ή αναψυκτικά;

szeretném felfrissíteni a ...

θέλω να εξασκήσω τα ...