Magyar-Görög szótár »

folyamatos görögül

MagyarGörög
folyamatos

διαρκής◼◼◼

αδιάκοπος◼◻◻

ατελής

πλημμελής

εξακολουθητικός

στερεό

συνεχής-ής-ές

folyamatos múlt

παρατατικός

folyamatos oktatás

διά βίου (συνεχιζόμενη) εκπαίδευση

folyamatos terhelés

συνεχές φορτίο

folyamatosan

συνέχεια◼◼◼

όλο◼◼◻

αδιάκοπα◼◻◻

folyton, folyamatosan

συνέχεια