Magyar-Görög szótár »

finom görögül

MagyarGörög
finom

καλά◼◼◼

γευστικός

εύγευστη , εύγευστο

εύγευστος

νόστιμος (-η-ο)

finom (íz)

νόστιμος (-η-ο)

finom por

λεπτόκοκκη(ος) σκόνη (κονιορτός)

finoman

απαλά◼◼◼

αργά◼◼◼

finommechanika

μηχανική ακριβείας

finomság

λιχουδιά

finomítás

ραφινάρισμα◼◼◼

διύλιση◼◼◻

εξευγενισμός◼◼◻

διαύγαση

kifinomult

εκλεπτυσμένος

olajfinomító

διυλιστήριο πετρελαίου◼◼◼

szénfinomítás

καθαρισμός (του) άνθρακα