Magyar-Görög szótár »

fiú görögül

MagyarGörög
fiú

υιός◼◼◼

γιός◼◻◻

αγόρι (το)◼◻◻

αγορίστικος

παιδί

fiú, csávó (slang), srác (informal)

αγόρι (agóri)

fiú unoka

εγγονός

fiúgyermek

γιος◼◼◼

fiútestvér

αδελφός◼◼◼

αδερφός (ο)

az Atya és a Fiú és a Szentlélek nevében

εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος

cserkészfiú

πρόσκοπος

egyetemista (fiú)

φοιτητής (ο)

keresztfiú

βαφτισιμιός

kisfiú

αγοράκι

αγόρι

tanuló (fiú)

μαθητής (ο)◼◼◼

tékozló fiú

άσωτος υιός

van fiú vagy lánytestvéred?

έχεις αδέρφια;