Magyar-Görög szótár »

felkelt görögül

MagyarGörög
felkelt

αφυπνίζω

διεγείρω

ξυπνώ

elnézést (figyelemfelkeltésre, valaki kikerülésekor, vagy bocsánatkérésre használható)

με συγχωρείτε (χρησιμοποιείται για να τραβήξετε την προσοχή κάποιου, για να προσπεράσετε κάποιοιν, ή για να ζητήσετε συγγνώμη)

napfelkelte

ανατολή