Magyar-Görög szótár »

felhasználás görögül

MagyarGörög
felhasználás

χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

αίτηση◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

κατοχή◼◻◻

εργασία◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

πρόσληψη◼◻◻

ιδιοκτησία◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

κυριότητα◼◻◻

χρησιμότητα

επίχριση

περιουσία

χρησιμοποιώ

a föld felhasználása

χρήση γης

erőforrás felhasználás

χρήση πόρων◼◼◼

tájfelhasználás

ανάλωση (κατοχή) του τοπίου

vegyesfelhasználású terület

περιοχή μικτής χρήσης