Magyar-Görög szótár »

fűt görögül

MagyarGörög
fűt

θερμότητα

fűtés

η θέρμανση◼◼◼

καλοριφέρ◼◼◻

fűtő

θέρμανση◼◼◼

θερμαστής

πυροσβέστης

fűtőberendezés

θερμαντήρας/αερόθερμο/θερμάστρα

fűtőgáz

αέριο◼◼◼

fűtőtelep

μονάδα θέρμανσης

fűtőtest

καλοριφέρ◼◼◼

το καλοριφέρ

fűtőventilátor

αερόθερμο◼◼◼

fűtőérték

θερμαντική αξία◼◼◼

központi fűtés

κεντρική θέρμανση◼◼◼

κεντρική θέρμανση, η

nukleáris fűtőanyag

πυρηνικό καύσιμο

nukleáris fűtőanyag elem

στοιχείο πυρηνικού καυσίμου

távfűtés

αστική (κεντρική) θέρμανση◼◼◼

távfűtőmű

κεντρική μονάδα παραγωγής θερμότητας