Magyar-Görög szótár »

függ görögül

MagyarGörög
függ

(vmitől) εξαρτώμαι (-ηθώ)

függ vmtől

εξαρτώμαι (εξαρτηθώ)

függelék

παράρτημα◼◼◼

προσθήκη◼◼◻

σκωληκοειδής απόφυση

független

ανεξάρτητος (-η-ο)◼◼◼

Független Államok Közössége

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών◼◼◼

Függetlenség

Ανεξαρτησία◼◼◼

függetlenség

η ανεξαρτησία◼◼◼

ελευθερία◼◻◻

függetlenül

ανεξάρτητα◼◼◼

ανεξαρτήτως◼◼◼

άσχετα◼◻◻

ανεξάρτητος◼◻◻

függvény

συνάρτηση◼◼◼

διαδικασία◼◻◻

λειτουργία◼◻◻

αποστολή◼◻◻

καθήκον

λειτουργώ

Függvény (matematika)

Συνάρτηση◼◼◼

függés

εξάρτηση◼◼◼

függöny

κουρτίνες◼◼◼

κουρτίνα◼◼◻

παραπέτασμα◼◻◻

αυλαία

η κουρτίνα

μπερντές

függő

αντικείμενο◼◼◼

εκκρεμής◼◼◻

θέμα◼◼◻

υποκείμενο◼◼◻

εξαρτώμενος◼◼◻

εξαρτημένος◼◻◻

függőhíd

κρεμαστή γέφυρα

függőleges

κατακόρυφος◼◼◼

κάθετος◼◼◻

függőlegesen

κάθετα◼◼◼

függőség

εξάρτηση◼◼◼

αλληλεξάρτηση◼◼◻

12