Magyar-Görög szótár »

ell görögül

MagyarGörög
ellenáll

αντισταθούν◼◼◼

αντέχω

αντιστέκομαι

ellenállás

αντίσταση◼◼◼

αντοχή◼◼◼

η αντίσταση◼◼◻

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◻

δύναμη◼◻◻

αντίδραση◼◻◻

αντίθεση◼◻◻

οπισθέλκουσα◼◻◻

ellenállás (biológia)

ανθεκτικότητα (βιολογική)◼◼◼

ellenállhatatlan

ακαταμάχητος

ellenálló

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképes

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

ellenanyag

αντίσωμα◼◼◼

ellenére

παρά◼◼◼

μολονότι◼◼◻

μετά◼◼◻

αφού◼◼◻

κατόπιν◼◼◻

αργότερα◼◻◻

ύστερα◼◻◻

έπειτα◼◻◻

ενάντια

ellenére, (óránál) lesz

παρά

ellenérv

αντεπιχείρημα◼◼◼

ellenez

αντικείμενο◼◼◼

αντιτείνω

αντιτίθεμαι

ellenfél

ανταγωνιστής

αντίδικος

αντίζηλος

αντιμαχόμενος

αντίπαλος

ο αντίπαλος

ellenintézkedés

αντίμετρο◼◼◼

ellenjavallat

αντένδειξη◼◼◼

ellenkező

αντίθετο◼◼◼

123