Magyar-Görög szótár »

elég görögül

MagyarGörög
elégséges

αρκετός

elégséges élelmiszerellátás

επαρκής εφοδιασμός τροφίμων

elégtelen

ανεπαρκής◼◼◼

ανεπαρκής (-ής-ές), (osztályzat) ανεπιτυχώς◼◼◼

ελλιπής◼◻◻

ατελής

ελλειμματικός

elégtelenség

ανεπάρκεια◼◼◼

elégtétel

ικανοποίηση◼◼◼

a cselekmény elég összetett volt

η ιστορία ήταν περίπλοκη

azbesztrészecskék belégzése okozta betegség

αμιαντίαση/πνευμονοκονίωση εξ αμιάντου

belégzett levegő

αέρας αναπνοής/αέρας κατάλληλος για την αναπνοή

belégzés

εισπνοή◼◼◼

kielégít

περιεκτικότητα◼◼◼

εκπληρώνω

ικανοποιώ

ικανοποιώ (-ήσω)

ξεδιψώ

kielégítés

ικανοποίηση◼◼◼

kielégítő

ικανοποιητικός◼◼◼

megelégedettség

ικανοποίηση◼◼◼

megelégedés

ικανοποίηση◼◼◼

nincs elég hely

δεν έχει αρκετό χώρο, (pl. ülő-) η θέση◼◼◼

önelégült

αυτάρεσκος

κομπορρήμων

ματαιόδοξος

ψωνισμένος

ψώνιο

önelégültség

αυτοϊκανοποίηση

önkielégítés

μαλακία

12