Magyar-Görög szótár »

bot görögül

MagyarGörög
bot

μπαστούνι◼◼◼

ράβδος◼◼◼

βέργα

βακτηρία

καλάμι

ραβδί

ρόπαλο

το ξύλο

Botanika

Βοτανική◼◼◼

botanika

βοτανολογία

φυτολογία/βοτανολογία/βοτανική

botanikai

βοτανικός

botanikus

βοτανολόγος

φυτολόγος

botanikus kert

φυτοκομείο

botica

φαρμακείο

botladozik

παραπάτημα

παραπαίω

παραπατώ

botlik

σκοντάφτω

botrány

σκάνδαλο◼◼◼

το σκάνδαλο◼◼◻

botrányos

σκανδαλώδης

Botswana

Μποτσουάνα (Botsouána)◼◼◼

Botteni-öböl

Βοθνιακός κόλπος

bunkósbot

κλαμπ

λέσχη

ρόπαλο

σπαθί

fa, bot, τρώω ξύλο kikap (verés által)

ξύλο (το)

furkósbot

γκλομπ◼◼◼

ρόπαλο

gumibot

γκλομπ◼◼◼

horgászbot

καλάμι◼◼◼

ismersz egy jó klubot a közelben?

ξέρεις κανένα καλό εδώ κοντά;

meddig játsszák ezt a darabot?

για πόσο καιρό συνεχίζεται;

nyelvbotlás

παραδρομή της γλώσσας

robot

ρομπότ◼◼◼

ρομπότ (rompót)◼◼◼

Robot

Ρομπότ◼◼◼

12