Magyar-Görög szótár »

bizonyít görögül

MagyarGörög
bizonyít

απόδειξη◼◼◼

έκθεση◼◼◻

επιβεβαίωση◼◼◻

επίδειξη◼◻◻

τεκμήριο◼◻◻

αποδεικνύω

(be)bizonyít, kiderül, színt vall

αποδεικνύω, αποδείχνω (αποδείξω)

bizonyítgató

δυναμικός

bizonyítvány

πιστοποιητικό◼◼◼

έγγραφο◼◼◻

αποδεικτικό◼◻◻

τιμολόγιο◼◻◻

δίπλωμα◼◻◻

χαρτί◼◻◻

πτυχίο◼◻◻

(hivatal) το πιστοποιητικό, (iskolai) το ενδεικτικό

bizonyítás

απόδειξη◼◼◼

επαλήθευση◼◻◻

τεκμήριο◼◻◻

επιβεβαίωση

bizonyíték

απόδειξη◼◼◼

ένδειξη◼◼◻

κατάθεση◼◼◻

επιβεβαίωση◼◻◻

τεκμήριο◼◻◻

εξετάσεις◼◻◻

πειστήριο

η απόδειξη, το τεκμήριο

bizonyíték megőrzése

διατήρηση (αποδεικτικών) στοιχείων (μέσων)

bebizonyít

έκθεση◼◼◼

αποδεικνύω

Matematikai bizonyítás

Μαθηματική απόδειξη◼◼◼