Magyar-Görög szótár »

bő görögül

MagyarGörög

φαρδύς-ιά-ύ

, széles

φαρδύς-ιά-ύ

beszédű

φλύαρος

beszédűség

απεραντολογία

g

μουγκανίζω

μουγκρίζω

μουκανίζω

μυκώμαι

κοντραμπάσο

kezű

γενναιόδωρος / γενναιόδωρη / γενναιόδωρο

kezűseg

γενναιοδωρία

kezűség

γενναιοδωρία

r

δέρμα (dérma)◼◼◼

επιδερμίδα◼◻◻

κρέας◼◻◻

σάρκα◼◻◻

τρίχωμα◼◻◻

γούνα

δορά

γδέρνω

πέτσα

το δέρμα, το πετσί

φλούδα

r

Δέρμα◼◼◼

rdaganat

μελάνωμα

μελανώμα

rdzseki

δερμάτινο μπουφάν

regér

νυχτερίδα

rgyulladás

δερματίτιδα◼◼◼

rgyógyász

δερματολόγος

rgyógyászat

δερματολογία◼◼◼

ripar

βιομηχανία (κλάδος) δέρματος◼◼◼

rkeményedés

κάλος

rkiütés

εξάνθημα◼◼◼

rrák

μελάνωμα

rszárazság

ξηροδερμία◼◼◼

rszín

χρώμα◼◼◼

rönd

βαλίτσα (η)◼◼◼

αποσκευές◼◼◼

sz

θυμωμένος (thimoménos)

12