Magyar-Görög szótár »

büntet görögül

MagyarGörög
büntet

τιμωρώ (-ήσω)

büntetés

τιμωρία◼◼◼

(χρηματική) ποινή◼◼◻

πρόστιμο (το)◼◼◻

κύρωση◼◼◻

καταδίκη◼◻◻

πρόταση

η τιμωρία, η ποινή, (bírság) το πρόστιμο

τίση

büntető

ποινικός◼◼◼

büntetőjog

ποινικό δίκαιο◼◼◼

büntetőjogi eljárás

ποινική δικονομία

büntetőjogi felelősség

ποινική ευθύνη◼◼◼

büntetőrúgás

η εσχάτη των ποινών

πέναλτι

a lopást büntetjük

οι κλέφτες θα τιμωρούνται

gyorshajtás büntetés

πρόστιμο

halálbüntetés

Θανατική ποινή◼◼◼

Halálbüntetés

Θανατική ποινή◼◼◼

környezeti büntetőjog

περιβαλλοντικό ποινικό δίκαιο

környezeti kár büntetése

(χρηματική) ποινή για οικολογική καταστροφή

ποινή για οικολογική καταστροφή

megbüntet

κολάζω

τιμωρώ