Magyar-Görög szótár »

arasz görögül

MagyarGörög
arasz

πιθαμή

haraszt

φτέρη

Harasztok

Φτέρη

paraszimpatikus

παρασυμπαθητικός

paraszt

αγρότης

ενεχυρίαση

ενεχυριάζω

πιόνι (pióni)

πούλι

στρατιώτης

στρατιώτης (stratiótis)

χωριάτης

χωρικός

parasztgazdaság

αγρόκτημα