Magyar-Görög szótár »

ad görögül

MagyarGörög
bérbe ad

νοικιάζω (-σω), εκμισθώνω (-σω)

bérbeadás

ας

betegszabadság

αναρρωτική άδεια◼◼◼

bikaviadal

ταυρομαχία

biológiai hulladékgáz tisztítás

βιολογικός καθαρισμός αέριων αποβλήτων (απαερίων)

biológiai hulladékkezelés

βιολογική επεξεργασία (των) αποβλήτων◼◼◼

blokád

αποκλεισμός◼◼◼

bontási hulladék

απόβλητα κατεδαφίσεων

bőrgyulladás

δερματίτιδα◼◼◼

botladozik

παραπαίω

παραπάτημα

παραπατώ

brigád

ταξιαρχία◼◼◼

ομάδα◼◻◻

bűnvádi

εγκληματίας

εγκληματικός

ποινικός

büszke vagyok rád

είμαι υπερήφανος για σένα

butadién

βουταδιένιο◼◼◼

célbadobós játék / dart

βελάκια

csak receptre adható

είναι διαθέσιμο μόνο με συνταγή γιατρού

család

οικογένεια (oikogéneia)◼◼◼

οικογένεια (η)◼◼◼

η οικογένεια◼◼◻

οικογενειακός

oικογένεια

Család (rendszertan)

Οικογένεια (βιολογία)◼◼◼

családi

οικογένεια◼◼◼

οικογενειακός◼◼◼

családnév

επώνυμο◼◼◼

ψευδώνυμο◼◻◻

όνομα◼◻◻

επίθετο

παρατσούκλι

családon belüli erőszak

ενδοοικογενειακή βία◼◼◼

családtervezés

οικογενειακός προγραμματισμός◼◼◼

családtörvény

οικογενειακό δίκαιο

csapadék

βροχόπτωση◼◼◼

βροχή◼◼◼

υετός◼◼◻

78910

Korábban kerestél rá